- ἐπιζώστρα
- ἐπιζώστρᾱ , ἐπιζώστραgirdlefem nom/voc/acc dualἐπιζώστρᾱ , ἐπιζώστραgirdlefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιζώστρα — ἐπιζώστρα, ἡ (Α) ζώνη … Dictionary of Greek
ἐπιζώστρας — ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem acc pl ἐπιζώστρᾱς , ἐπιζώστρα girdle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)